- ιεραφορος
- ἱεραφόροςἱερᾱ-φόροςὅ иерофор, несущий священную утварь
(ἱεραφόροι καὴ ἱερόστολοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἱεραφόροι καὴ ἱερόστολοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιεραφόρος — ἱεραφόρος και ἱεροφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά, πληθ. τού ιερόν + φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωνο φόρος, κωνο φόρος] … Dictionary of Greek
ἱεραφόροις — ἱεραφόρος bearer of holy vessels masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεραφορία — ἱεραφορία, ἡ (Α) [ιεραφόρος] η μεταφορά ιερών σκευών … Dictionary of Greek
ιεροφόρος — ἱεροφόρος, ον διάφ. τ. τού ἱεραφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αρωματο φόρος, σωματο φόρος] … Dictionary of Greek